Η Πολιτική Ορθότητα και οι Μετανάστες


Ένα φάντασμα πλανάται πάνω από το σύγχρονο δυτικό πολιτισμό κι αυτό το φάντασμα είναι εδώ και πολύ καιρό η Πολιτική Ορθότητα. Εμπρός της κάθε αλήθεια, κάθε αξία ή παράδοση οφείλει να υποταχτεί κι εξαφανιστεί αφού οι επιτιθέμενοι (υποτιθέμενοι  «σκλαβωμένοι» ή «αδικημένοι») της Πολιτικής Ορθότητας πρέπει να κατακτήσουν όσους θεωρούν εαυτούς αδούλωτους ή ευτυχείς.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι «κακοί» «εκμεταλλευτές», «αποικιοκράτες» θα πρέπει όχι μόνο να απολογηθούν για το «κακό» παρελθόν τους αλλά και για το γεγονός ότι δεν αποδέχονται την εκμετάλλευση και αποικιοποίηση της καθημερινότητάς τους από τα υποτιθέμενα «θύματα». Γιατί αυτό είναι στο οποίο εντέλει σκοπεύει η Πολιτική Ορθότητα. Με άλλους όρους και σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις λέγεται «απαλλοτρίωση», «δεν πληρώνω-δεν πληρώνω» ή «κοινωνικοποίηση των αγαθών» κ.λπ.

Το θέμα των 250 περίπου λαθρομεταναστών που ανέκυψε στις 24/1 στην Αθήνα είναι γνωστό στους περισσότερους. Γνωστή επίσης είναι τόσο η πρωτοφανής στα ελληνικά χρονικά κίνηση αυτών των λαθρομεταναστών να καταλάβουν με τη βοήθεια διάφορων αριστερών ή ακροαριστερών οργανώσεων και την πολιτική κάλυψη αρχικά του ΣΥΡΙΖΑ το χώρο ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος στο κέντρο της Αθήνας όσο και η προσχηματική επίκληση αργότερα εννοιών άσχετων με την περίπτωση, όπως το «πανεπιστημιακό άσυλο», η «αξιοπρέπεια», η «δικαιοσύνη» κ.λπ. Γνωστή λογικά θα είναι ακόμη η αντίστοιχη περίπτωση των 50 λαθρομεταναστών του ιδίου γκρουπ που διεκδικούν εκβιαστικά την πλήρη και χωρίς όρους νομιμοποίησή τους στη Θεσσαλονίκη με τα ίδια ακριβώς μέσα (απεργία πείνας). Το γεγονός ότι όλοι όσοι διεκδικούν με το στανιό την άνευ όρων (και χωρίς δικαιολογητικά) νομιμοποίησή τους είναι οικονομικοί μετανάστες και από χώρες που κατά γενική ομολογία δε βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση ή σε συνθήκες πολιτικών διώξεων (π.χ. Τουρκία, Μαρόκο κ.λπ.) ελάχιστα φαίνεται να απασχολεί τους κάθε λογής «ανθρωπιστές» αριστερούς αυτής της χώρας. Το γεγονός ότι σήμερα σε αυτή τη χώρα, σύμφωνα με τις επίσημες έρευνες, οι παράνομοι μετανάστες ανέρχονται σε πάνω από 200.000 ή ακόμη και 300.000 (πάνω από το 2-3% του γενικού πληθυσμού δηλαδή) είναι αμελητέο γεγονός για τους ακτιβιστές «ανθρωπιστές» αριστερούς. Στα πλαίσια της Πολιτικής Ορθότητας όμως κανείς δε θα αναφερθεί στο γεγονός της κατάφωρης αδικίας της άνευ όρων και δικαιολογητικών νομιμοποίησης αυτών των μεταναστών έναντι των υπολοίπων 199.700 ή 299.700 και πλέον που θα ήθελαν παρόμοια τη νομιμοποίηση τους[1]. Για την Πολιτική Ορθότητα στόχος είναι η καταστροφή κάθε υγιούς αντίστασης του κοινού νου κι όχι η οικοδόμηση μιας συνεκτικής και λογικής εναλλακτικής πραγματικότητας.

Ο ευτελισμός και η καταστροφή οποιουδήποτε υγιούς τμήματος ή ζωτικής εκδήλωσης των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών είναι ο ουσιαστικός στόχος της Πολιτικής Ορθότητας[2]. Έτσι, δεν προκαλεί απορία ή προβληματισμό η δήλωση του 22χρονου Βασίλη, φοιτητή του Οικονομικού Τμήματος, αφότου παρακολούθησε την …«ακαδημαϊκή» διάλεξη των παράνομων μεταναστών που παράνομα κατέλαβαν έναν πανεπιστημιακό χώρο, ότι «στα 4 χρόνια των σπουδών μου αυτό ήταν το πιο σημαντικό μάθημα που έχω παρακολουθήσει». Αντίθετα, πρέπει να προκαλεί θαυμασμό αφού υποδηλώνει εξάλλου και την «ευαισθησία» του.

Μιλώντας για «ευαισθησία» στον καιρό της Πολιτικής Ορθότητας θα διαπιστώσει εύκολα κανείς την υπέρτατη υποκρισία. Οι ίδιοι (αριστεροί) που επιβάλλουν «δικτατορικά» ή προπαγανδιστικά μέσω των κραυγών τους το «δίκιο» του λαθρομετανάστη, κάνουν πως αγνοούν ότι θα επιφέρουν ύστερα από μια τυχόν νομιμοποίησή τους (η οποία μπορεί να εκληφθεί ως «προηγούμενο» κι «ευκαιρία» και από άλλους «αδικημένους» λαθρομετανάστες) μεγαλύτερο «σοκ» (μια λέξη-μανιέρα, αγαπητή στους αριστερούς, στην οποία θα αναφερθούμε κάποια άλλη στιγμή) σε μια ήδη παρακμάζουσα οικονομία και κοινωνία[3], όπου η ανεργία και οι άνθρωποι (Έλληνες, αλλά λίγο προφανώς νοιάζει) που ζουν κάτω από το όριο φτώχειας έχουν φτάσει τελευταία σε επίπεδα ρεκόρ, ενώ καταγγέλλουν την ίδια στιγμή με στεντόρειες φωνές την πολιτική του «Μνημονίου» επειδή αυτή προκαλεί τα ίδια φαινόμενα.

«Οι μετανάστες είναι της Γης οι κολασμένοι, Έλληνες και ξένοι εργάτες ενωμένοι» φωνάζουν και είναι αυτό που συμπυκνώνει τη λογική που διατρέχει τη σκέψη σχεδόν κάθε σημερινού αριστερού και δη αντικαπιταλιστή που εκπροσωπεί επάξια σε αυτήν τη χώρα το πνεύμα της Πολιτικής Ορθότητας. Σε μια χώρα όπου οι μετανάστες κυμαίνονται με πολύ συγκρατημένες εκτιμήσεις από 1,1 έως 1,5 εκατομμύρια στην Ελλάδα[4] και, σύμφωνα με τελευταίες έρευνες, παρουσιάζουν όχι μόνο οι 1ης γενιάς αλλά περισσότερο οι 2ης γενιάς μετανάστες μειωμένο βαθμό ενσωμάτωσης στην ελληνική κοινωνία, προφανώς οι σκοποί αυτών που θέλουν την αθρόα νομιμοποίησηή τους κι ενοχλούνται από ένα φράγμα στον Έβρο δεν μπορεί παρά να είναι η πλήρης κατάρρευση κάθε ίχνους κοινωνικής συνοχής σε αυτήν την χώρα[5].

Ωστόσο, αποφεύγουν οι ίδιοι να αναφερθούν στην ιδεολογική τους κληρονομιά (αυτή του Μαρξ και του Ένγκελς), η οποία καταφανέστατα συγκρούεται με τα σύγχρονα ιδεολογήματά τους σχετικά με τους «κολασμένους» αυτής της γης. Γιατί εννοείται οι Μαρξ και Ένγκελς ήταν αντίθετοι στην εισαγωγή οικονομικών μεταναστών και τους μεγάλους εμπόρους του «αντιρατσισμού», των «ανοικτών συνόρων» κ.λπ. Αυτή η στάση αποδεικνύει το γεγονός ότι, αν και η καταγωγή της Πολιτικής Ορθότητας αντλείται από τη μαρξιστική κληρονομιά, δεν αποτελεί παρά μια αυτονομημένη και αποστασιοποιημένη μετεξέλιξη της όπου το οικονομικό περιεχόμενό της έχει πλέον μετασχηματιστεί σε πολιτισμικούς όρους. Στόχος δεν είναι τόσο η καταστροφή της καπιταλιστικής τάξης όσο η ολοκληρωτική εξαφάνιση του δυτικού πολιτισμού!

Αυτό είναι που τεκμηριώνεται με πειστικό τρόπο από το κείμενο-ομιλία που μετέφρασα και παραθέτω παρακάτω ενός Αμερικανού πολιτικού επιστήμονα με ειδίκευση σε στρατιωτικά θέματα, του Ουίλιαμ Λιντ. Αν και προφανώς αγνοεί ο ίδιος τις βαθιές βιολογικές και χαρακτηρολογικές διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα σε ατομικό επίπεδο κι οι οποίες έχουν μετατρέψει την Πολιτική Ορθότητα σε κυρίαρχη ηθική στο σύγχρονο Δυτικό κόσμο, σωστά εστιάζει στην ιστορική του ανάλυση σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο τις απαρχές αυτού του φαινομένου στις αρχές του 20 αι. και σίγουρα πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ανατροπή των αυταρχικών κοινωνιών του Δυτικού κόσμου. Ωστόσο, αυτή η ανατροπή της κοινωνικής θωράκισης (μετασχηματισμός των δυτικών κοινωνιών από αυταρχικές σε αντιαυταρχικές, με τη συλλήβδην άρνηση κάθε αυθεντίας[6]) επέφερε μια αντίστοιχη μεταβολή και σε επίπεδο της ατομικής θωράκισης. Ενώ στις αυταρχικές κοινωνίες η θωράκιση και η ανασταλμένη ενέργεια βρισκόταν σε μυϊκό επίπεδο, στις αντιαυταρχικές κοινωνίες (ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του ’60) ο κυρίαρχος τύπος θωράκισης περνά από τη μυϊκή δομή στον εγκέφαλο (με μια αντίστοιχη χαλάρωση της μυϊκής δομής, όπου αφήνεται πλέον να κινείται περισσότερο η σεξουαλική ενέργεια). Αυτό επέφερε και μια αντίστοιχη ποιοτική μεταβολή των προτύπων ηθικής στους ανθρώπους. Ενώ η αυταρχική ηθική βασιζόταν στις συγκινήσεις και στην απόλυτη – όσο και μυστικιστική – διάκριση μεταξύ «καλού» και «κακού», στις σύγχρονες αντιαυταρχικές κοινωνίες αυτή η ηθική αντικαταστάθηκε από την «ηθική» της Πολιτικής Ορθότητας και την κυριαρχία του εγκεφάλου και της οπτικής θωράκισης. Η «αλήθεια» που βιωνόταν προηγούμενα ως κάτι το σταθερό και απτό αντικαταστάθηκε από το «σχετικισμό», το «μηδενισμό» και τον «ιδιαίτερο τρόπο σκέψης» των σύγχρονων γενιών. Τα πάντα έχουν γίνει σχετικά, μέχρι και η ιστορική αλήθεια!

Η Πολιτική Ορθότητα σωστά ορίζεται από το συγγραφέα ως η «ασθένεια του 20ου αιώνα», μια ασθένεια που πέρασε και στον αιώνα μας, δυνατότερη από ποτέ, προκειμένου να δώσει κατά τα φαινόμενα την τελική της μάχη. Αποτελεί ένα μόρφωμα παραποιημένων μαρξιστικών ιδεών όπου το οικονομίστικο περιεχόμενό τους μεταφράστηκε σε πολιτισμικούς όρους. Έχει μια δυναμική ακόμη πιο επικίνδυνη από την ηθική των παλαιών αυταρχικών καθεστώτων αφού η λειτουργία της είναι να καταστρέψει καθετί που παραμένει υγιές και ζωντανό στις ελευθερίες που ακόμη απολαμβάνουμε. Με δεδομένο ότι δεν έχει να προσκομίσει τίποτε το θετικό και δημιουργικό στο σημερινό (καπιταλιστικό) κόσμο που επιτίθεται, ως κατεξοχήν «κριτική» στάση, το μόνο που μπορεί να επιφέρει είναι το χάος και τα καταπιεστικά σοσιαλιστικά καθεστώτα κάθε είδους κι ως εκ τούτου περαιτέρω ατομική αθλιότητα. Όπως τονίζει κι ο οργονομιστής ψυχίατρος Τσαρλς Κόνια λόγω αυτής ακριβώς της καταστρεπτικής της φύσης δεν είναι παρά  μια μορφή συγκινησιακής πανούκλας, η οποία προσβάλλει εύκολα τον εγκεφαλικό (με έντονο οπτικό μπλοκάρισμα) άνθρωπο  της Δύσης αφού παρουσιάζεται με την εκλογίκευση της επιδίωξης του κοινού καλού για τον καθένα…


[1] Προφανώς οι ιδεολόγοι της αριστεράς θα έπρεπε να εντρυφήσουν περισσότερο στη σκέψη του φιλελεύθερου διανοητή Χάγιεκ που έλεγε ότι «υπάρχει πολύ μεγάλη απόσταση από το να αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους ως ίσους μέχρι να προσπαθούμε να τους κάνουμε όλους ίσους»!
[2] Βασικό χαρακτηριστικό της είναι ότι έρχεται συνεχώς σε ευθεία αντίθεση με την κοινή πείρα των ανθρώπων αναγκάζοντάς τους διαρκώς να «πιστεύουν» ότι ζουν ένα ψέμα κι ότι η αλήθεια είναι κρυμμένη «αλλού». Έτσι, για παράδειγμα, δε «φταίει» για την υπερχρέωση του ελληνικού Δημοσίου πρωταρχικά ο δαπανηρός, διεφθαρμένος κι αναποτελεσματικός δημόσιος τομέας αλλά μόνο οι απάτες «κάποιων» πολιτικών. Δεν είναι ο εκτεταμένος συντεχνιακός διαμελισμός και η μειωμένη οικονομική ελευθερία με το επαπειλούμενο καθημερινό στραγγαλισμό της από την κρατική γραφειοκρατία που φταίνε για τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα και το μαρασμό της ελληνικής οικονομίας αλλά το «παρασιτικό» μεγάλο κεφάλαιο κ.ο.κ.
[3] Για τον πραγματικά αρνητικό ρόλο, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς από αριστερούς οικονομολόγους, που έχουν διαδραματίσει οι νόμιμοι και παράνομοι μετανάστες στην ελληνική οικονομία παραπέμπουμε στο κατατοπιστικό βιβλίο του Γιάννη Κολοβού «Το Κουτί της Πανδώρας» (Πελασγός, 2004).
[4] Ορισμένες εκτιμήσεις ανεβάζουν τον αριθμό των παράνομων μεταναστών σε 600.000 και τον αριθμό των μεταναστών εν γένει πολύ πάνω από 1.500.000.
[5] Χρησιμοποιώντας την αποστροφή ενός αποτυχημένου πρώην Υπουργού Δημοσίας Τάξης σχετικά με το θέμα, βλέπουμε ότι τα «σκουπίδια» είναι πολλά και το χαλί της Πολιτικής Ορθότητας μικρό για να χωρέσει τη δυσβάστακτη σε όλους πραγματικότητα.
[6] Αυτό έχει ως συνέπεια ότι εκτός της καταστροφικής άρνησης κάθε «αυθεντίας» (ή εξουσίας) και κάθε «παράδοσης» (ή συντήρησης) από τους σημερινούς πολίτες των δυτικών κοινωνιών έχει επέλθει μια απίστευτη μεταστροφή και παραποίηση του περιεχομένου πολλών εννοιών του παρελθόντος.

 

ΟΙ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΡΘΟΤΗΤΑΣ

του Μπιλ Λιντ[1]

Από πού προέρχονται όλα εκείνα τα πράγματα που ακούσατε αυτό το πρωί: ο θυματοποιητικός φεμινισμός, το κίνημα για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, οι παραποιημένες στατιστικές, η ξαναγραμμένη ιστορία, τα ψέματα, οι απαιτήσεις κι όλα τα υπόλοιπα; Για πρώτη φορά στην ιστορία μας, οι Αμερικάνοι πρέπει να φοβούνται για το τι λένε, τι γράφουν και τι σκέπτονται. Έχουν το φόβο μήπως και χρησιμοποιήσουν τη λάθος λέξη, μια λέξη που χαρακτηρίζεται ως προσβλητική ή χωρίς ευαισθησία, ρατσιστική, σεξιστική ή ομοφοβική.

Έχουμε δει κι άλλες χώρες, ιδιαίτερα στον 20ο αιώνα, να συμβαίνει αυτό. Και πάντα τις αντιμετωπίζαμε με ανάμεικτα συναισθήματα, με οίκτο και για να ‘μαστε ειλικρινείς και με κάποια ειρωνεία γιατί μας εξέπλησσαν οι άνθρωποι που επέτρεπαν να δημιουργηθεί μια κατάσταση όπου θα φοβούνται ποια λέξη θα χρησιμοποιήσουν. Όμως τώρα αντιμετωπίζουμε την ίδια κατάσταση σε αυτήν τη χώρα. Πρώτα τη συναντούσαμε στις πανεπιστημιούπολεις αλλά τώρα εξαπλώνεται σε ολόκληρη την κοινωνία. Από πού προέρχεται; Τι ακριβώς είναι;

Την ονομάζουμε «Πολιτική Ορθότητα» (ΠΟ). Η ονομασία προήλθε λίγο ως αστείο, κατά κυριολεξία σε μια σειρά κόμικ[2], κι εξακολουθούμε να μην την παίρνουμε πολύ σοβαρά. Στην πραγματικότητα είναι πάρα πολύ σοβαρή. Είναι η μεγάλη ασθένεια του αιώνα μας, η ασθένεια που άφησε δεκάδες εκατομμύρια νεκρών στην Ευρώπη, τη Ρωσία, την Κίνα, πραγματικά σε όλον τον κόσμο. Είναι η ασθένεια της ιδεολογίας. Η ΠΟ δεν είναι αστεία. Η ΠΟ είναι θανάσιμα σοβαρή.

Αν την εξετάσουμε αναλυτικά, αν την εξετάσουμε ιστορικά, θ’ ανακαλύψουμε γρήγορα τι πράγμα είναι. Η Πολιτική Ορθότητα είναι ο πολιτισμικός Μαρξισμός. Είναι ο Μαρξισμός που μεταφράζεται από οικονομικούς σε πολιτισμικούς όρους. Πρόκειται για μια προσπάθεια που ανατρέχει όχι στη δεκαετία του ’60, τους χίπις και τα ειρηνικά κινήματα αλλά στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν συγκρίνουμε τα βασικά δόγματα της Πολιτικής Ορθότητας με αυτά του κλασσικού Μαρξισμού οι ομοιότητες είναι προφανείς.

Πρώτα απ’ όλα, είναι κι οι δυο ολοκληρωτικές ιδεολογίες. Η ολοκληρωτική φύση της Πολιτικής Ορθότητας πουθενά αλλού δεν αποκαλύπτεται καθαρότερα από ότι στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, τα περισσότερα από τα οποία λειτουργούν ως μικρά προστατευτικά αναρριχητικά φυτά που κρύβουν καθεστώτα σαν της Βόρειας Κορέας, όπου όποιοι φοιτητές ή μέλη του διδακτικού προσωπικού τολμήσουν να διασχίσουν τις κόκκινες γραμμές που έχουν τεθεί από τις φεμινιστικές ομάδες ή τους ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, ή τις τοπικές ομάδες των μαύρων ή των ισπανόφωνων, ή οποιαδήποτε άλλη αγιοποιημένη ομάδα «θυμάτων» αναδεικνύει η ΠΟ, γρήγορα βρίσκονται να έχουν εμπλακεί σ’ ένα δικαστικό αγώνα. Στο μικρό νομικό σύστημα του πανεπιστημίου, αντιμετωπίζουν τυπικές κατηγορίες – κάποιες διαδικασίες σαν αυτές του «Επιμελητηρίου των Άστρων»[3] – και τιμωρίες. Αυτή είναι μια μικρή άποψη για το μέλλον που επιφυλάσσει η Πολιτική Ορθότητα για ολόκληρο το έθνος.

Πράγματι, κάθε ιδεολογία είναι αυταρχική επειδή η φύσης μιας ιδεολογίας (να σημειώσω εδώ ότι με την ορθή έννοια ο συντηρητισμός δεν αποτελεί ιδεολογία) είναι να παίρνει μια φιλοσοφία και να λέει ότι στη βάση αυτής της φιλοσοφίας κάποια πράγματα πρέπει να είναι αλήθεια – όπως ότι ολόκληρη η ιστορία του πολιτισμού μας είναι η ιστορία της καταπίεσης των γυναικών. Και μιας και η πραγματικότητα διαφωνεί με αυτήν, τότε η πραγματικότητα πρέπει να απαγορευτεί. Πρέπει να απαγορευτεί η αποδοχή της πραγματικότητας της ιστορίας μας. Ο κόσμος πρέπει να εξαναγκαστεί να ζει ένα ψέμα, κι εφόσον οι άνθρωποι είναι φυσικά απρόθυμοι να ζουν στο ψέμα και χρησιμοποιούν τ΄ αυτιά και τα μάτια τους για να κοιτάξουν και να πουν «Για στάσου. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Βλέπω ότι δεν είναι αλήθεια», έρχεται η κρατική εξουσία για να στηρίξει την απαίτηση να ζουν στο ψέμα. Γι’ αυτό η ιδεολογία αναπόφευκτα δημιουργεί ένα αυταρχικό κράτος.

Δεύτερον, ο πολιτιστικός Μαρξισμός της Πολιτικής Ορθότητας, όπως κι ο οικονομικός Μαρξισμός, έχει μια μονοπαραγοντική εξήγηση της ιστορίας. Ο οικονομικός Μαρξισμός λέει ότι όλη η ανθρώπινη ιστορία καθορίζεται από την ιδιοκτησία των μέσω παραγωγής. Ο πολιτισμικός Μαρξισμός ή Πολιτική Ορθότητα λέει ότι όλη η ανθρώπινη ιστορία καθορίζεται από την εξουσία, δηλ. από ποιες ομάδες όπως αυτές προσδιορίζονται από τη φυλή, το φύλο κ.λπ. ασκείται η εξουσία πάνω σε άλλες ομάδες με τα ίδια κριτήρια αντίστοιχα. Τίποτε άλλο δεν έχει σημασία. Όλη η βιβλιογραφία περιστρέφεται γύρω από αυτό το ζήτημα. Κάθε τι στο παρελθόν αφορά μόνο αυτό το ζήτημα.

Τρίτον, όπως στον κλασσικό Μαρξισμό ορισμένες ομάδες, π.χ. οι εργάτες και οι αγρότες, είναι a priori καλές κι άλλες ομάδες, π.χ. η αστική τάξη και οι κεφαλαιοκράτες, είναι κακές, έτσι και στον πολιτισμικό Μαρξισμό ή Πολιτική Ορθότητα ορισμένες ομάδες για παράδειγμα είναι καλές – οι γυναίκες φεμινίστριες (μόνο γυναίκες φεμινίστριες αφού οι μη φεμινίστριες είναι καταδικασμένες στην ανυπαρξία), οι μαύροι, οι ισπανόφωνοι, οι ομοφυλόφιλοι. Αυτές οι ομάδες θεωρούνται «θύματα» κι ως εκ τούτου αυτόματα καλές ανεξάρτητα από το τι κάνει η καθεμιά τους. Παρόμοια, οι λευκοί θεωρούνται αυτόματα κακοί κι ως εκ τούτου γίνονται το αντίστοιχο της αστικής τάξης στον οικονομικό Μαρξισμό.

Τέταρτον, και ο οικονομικός και ο πολιτισμικός Μαρξισμός βασίζονται στην απαλλοτρίωση. Όταν οι κομμουνιστές-κλασικοί Μαρξιστές καταλαμβάνουν την εξουσία, όπως έγινε στη Ρωσία, απαλλοτριώνουν την ιδιοκτησία της αστικής τάξης. Με τον ίδιο τρόπο, όταν οι πολιτισμικοί Μαρξιστές καταλαμβάνουν μια πανεπιστημιούπολη, το απαλλοτριώνουν μέσω των ποσοστώσεων εγγραφής στο πανεπιστήμιο με βάση τη φυλή, το φύλο κ.λπ. Όταν δε γίνεται δεκτός σ’ ένα κολέγιο ένας λευκός με περισσότερα προσόντα για χάρη ενός μαύρου ή ισπανόφωνου γίνεται απαλλοτρίωση. Και πράγματι, τα προγράμματα «θετικής δράσης» στην κοινωνία μας σήμερα είναι ένα σύστημα απαλλοτρίωσης. Εταιρείες που ανήκουν σε λευκούς δε κάνουν κάποια συμβόλαια επειδή αυτά τα συμβόλαια προορίζονται για εταιρείες που ανήκουν για παράδειγμα σε ισπανόφωνους ή γυναίκες. Επομένως η απαλλοτρίωση είναι βασικό εργαλείο και για τα δυο είδη Μαρξισμού.

Τέλος, κι οι δυο Μαρξισμοί έχουν μια μέθοδο ανάλυσης που αυτόματα δίνει τις απαντήσεις που θέλουν. Οι κλασικοί Μαρξιστές έχουν τη μαρξιστική οικονομική θεωρία. Οι πολιτισμικοί Μαρξιστές έχουν την αποδόμηση[4]. Στην ουσία, με την αποδόμηση παίρνουν οποιοδήποτε κείμενο, του αφαιρούν κάθε νόημα και επανεισάγουν όποιο νόημα θέλουν. Έτσι ανακαλύπτουμε, για παράδειγμα, ότι όλος ο Σαίξπηρ αφορά την καταπίεση των γυναικών, ή ότι η Βίβλος αφορά μόνο τη φυλή και το γενετήσιο φύλο. Ο καλός ο μύλος όλα τα κείμενα αλέθει, πράγμα που αποδεικνύει ότι περίτρανα ότι «όλη η ανθρώπινη ιστορία περιστρέφεται γύρω από το ζήτημα του ποιες ομάδες έχουν την εξουσία πάνω σε ποιες». Έτσι, οι αναλογίες είναι πολύ προφανείς μεταξύ του κλασικού Μαρξισμού, ο οποίος μας είναι οικείος από την παλιά Σοβιετική Ένωση, και του πολιτισμικού Μαρξισμού όπως γίνεται σήμερα αντιληπτός ως Πολιτική Ορθότητα.

Οι ομοιότητες όμως δεν είναι τυχαίες. Δεν ήρθαν από το πουθενά. Γεγονός είναι ότι η Πολιτική Ορθότητα έχει ιστορία, μια ιστορία που είναι πολύ παλαιότερη απ’ ότι νομίζουν οι περισσότεροι εκτός από μια μικρή ομάδα ακαδημαϊκών που την έχουν μελετήσει. Κι η ιστορία είναι παλιά, όπως είπα, ξεκινάει από την εποχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως και πολλές άλλες παθολογικές καταστάσεις που απειλούν σήμερα να κατεδαφίσουν την κοινωνία και τον πολιτισμό μας.

Η μαρξιστική θεωρία έλεγε ότι όταν θα ξεσπούσε γενικευμένος πόλεμος στην Ευρώπη (όπως κι έγινε το 1914), η εργατική τάξη στην Ευρώπη θα ξεσηκωνόταν και θα έριχνε τις κυβερνήσεις – τις αστικές κυβερνήσεις – επειδή οι εργάτες είχαν περισσότερα κοινά συμφέροντα μεταξύ τους εκτός εθνικών συνόρων παρά με την αστική άρχουσα τάξη της ίδιας τους της χώρας. Αλλά ήλθε το 1914 και αυτό δε συνέβη. Σε ολόκληρη την Ευρώπη, οι εργάτες συντάχθηκαν κάτω από της χώρας τους και με χαρά παρέλασαν προς τα πεδία των μαχών. Ο Κάιζερ έδωσε χειραψίες με τους ηγέτες του μαρξιστικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στη Γερμανία και δήλωσε ότι δεν υπήρχαν πλέον κόμματα αλλά μόνο Γερμανοί. Το ίδιο συνέβη σε κάθε χώρα της Ευρώπης. Επομένως κάτι ήταν λάθος.

Οι Μαρξιστές, εξορισμού, ήξεραν ότι δεν μπορεί η θεωρία να ήταν λάθος. Τελικά, μ’ ένα μαρξιστικό πραξικόπημα στη Ρωσία το 1917 φάνηκε προς στιγμή να λειτουργεί η θεωρία όμως κόλλησε και πάλι. Δεν εξαπλώθηκε. Όταν έγιναν προσπάθειες να εξαπλωθεί μετά τον πόλεμο με τους Σπαρτακιστές στο Βερολίνο, με την κυβέρνηση του Μπέλα Κουν στην Ουγγαρία και με τα σοβιέτ του Μονάχου, οι εργάτες δεν τις υποστήριξαν.

Έτσι, οι Μαρξιστές είχαν πρόβλημα και δυο θεωρητικοί του μαρξισμού άρχισαν να ψάχνουν τη λύση: ο Αντόνιο Γκράμσι στην Ιταλία και ο Γκέοργκ Λούκατς στην Ουγγαρία. Ο Γκράμσι υποστήριξε ότι οι εργάτες ποτέ δε θα δουν το αληθινό ταξικό συμφέρον τους, όπως αυτό ορίζεται από τον μαρξισμό, μέχρι να απελευθερωθούν από το Δυτικό πολιτισμό κι ιδιαίτερα από τη χριστιανική θρησκεία – ότι, εν ολίγοις, έχουν τυφλωθεί από τον πολιτισμό και τη θρησκεία και δε βλέπουν το αληθινό ταξικό συμφέρον τους. Ο Λούκατς, ο οποίος θεωρείτο ο σπουδαιότερος θεωρητικός του μαρξισμού, μετά τον ίδιο τον Μαρξ, είπε το 1919: «Ποιος θα μας σώσει από τον Δυτικό Πολιτισμό;» Ανέπτυξε επίσης την άποψη ότι το σημαντικότερο εμπόδιο για τη δημιουργία του μαρξιστικού παράδεισου ήταν η κουλτούρα: ο ίδιος ο Δυτικός πολιτισμός.

Ο Λούκατς είχε μάλιστα μια ευκαιρία να δοκιμάσει τις ιδέες του στην πράξη διότι όταν η κυβέρνηση του μπολσεβίκου συμπατριώτη του Μπέλα Κουν κατέλαβε την εξουσία στην Ουγγαρία το 1919, έγινε αναπληρωτής κομισάριος Παιδείας και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να βάλει τη σεξουαλική εκπαίδευση στα ουγγρικά σχολεία. Αυτό έκανε σίγουρο το γεγονός ότι οι εργάτες δεν επρόκειτο να στηρίξουν την κυβέρνηση του Μπέλα Κουν, επειδή ο ουγγρικός λαός, εργάτες ή μη, αντιμετώπισαν με τρόμο μια τέτοια κίνηση. Αλλά είχε ήδη προλάβει να δείξει τις προθέσεις, με τις οποίες πολλοί από εμάς μένουμε έκπληκτοι ακόμη και σήμερα κι έχουμε την άποψη ότι είναι «ό,τι πιο σύγχρονο».

Το 1923 στη Γερμανία διαμορφώθηκε ένα ρεύμα από διανοητές που ανέλαβε το ρόλο να μεταφράσει το Μαρξισμό από οικονομικούς σε πολιτισμικούς όρους και το οποίο δημιούργησε την Πολιτική Ορθότητα όπως την ξέρουμε σήμερα και ουσιαστικά έθεσε τα θεμέλια της από το τέλος της δεκαετίας του ’30. Τούτο συνέβη επειδή ο πάμπλουτος νεαρός γιος ενός εκατομμυριούχου Γερμανού εμπόρου με το όνομα Φέλιξ Βέιλ έγινε Μαρξιστής και είχε πολλά λεφτά να ξοδέψει. Είχε δυσαρεστηθεί από τις διασπάσεις μεταξύ των Μαρξιστών και γι’ αυτό χρηματοδότησε αυτό που ονομάστηκε ως «Πρώτη Εβδομάδα Μαρξιστικής Εργασίας» και στην οποία έφερε τον Λούκατς μαζί με τους σημαντικότερους Γερμανούς διανοούμενους για να εργαστούν γύρω από τις διαφορές στο μαρξιστικό στρατόπεδο.

Αυτό που είχε πει ήταν ότι «χρειαζόμαστε μια δεξαμενή σκέψης (think tank)» (Η Ουάσινγκτον σήμερα είναι γεμάτη από δεξαμενές σκέψης, τις οποίες θεωρούν πολλοί ως μια πολύ μοντέρνα ιδέα αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ παλιά). Έκανε δωρεά σ’ ένα ινστιτούτο, το οποίο συνεργαζόταν με το Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης και ιδρύθηκε το 1923, που αρχικά θεωρήθηκε ότι θα ονομαζόταν Ινστιτούτο Μαρξισμού. Αλλά οι άνθρωποι που βρίσκονταν πίσω από αυτό αποφάσισαν στο ξεκίνημά του ότι δεν τους συνέφερε να αναγνωρίζονται δημοσίως ως Μαρξιστές. Το τελευταίο πράγμα που θέλει η Πολιτική Ορθότητα είναι να καταλάβουν οι άνθρωποι ότι είναι μια μορφή Μαρξισμού. Έτσι αποφάσισαν να το ονομάσουν Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών.

Ο Βέιλ ήταν πολύ ξεκάθαρος στους στόχους του. Το 1971 έγραψε στον Μάρτιν Τζέι, συγγραφέα ενός σημαντικού βιβλίου για τη Σχολή της Φρανκφούρτης, όπως έγινε αργότερα γνωστό ανεπίσημα το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών, λέγοντας: «Ήθελα το Ινστιτούτο να γίνει γνωστό και ίσως διάσημο, για την προσφορά του στον Μαρξισμό.» Και το πέτυχε. Σύμφωνα με τον Μάρτιν Τζέι, όταν ο πρώτος διευθυντής του Ινστιτούτου, ο Αυστριακός οικονομολόγος Καρλ Γκρύνμπεργκ, εκφώνησε την ομιλία του κατά την ανάληψη της θέσης του τελείωσε «δηλώνοντας ξεκάθαρα την προσωπική του αφοσίωση στον Μαρξισμό ως επιστημονική μεθοδολογία». Ο Μαρξισμός, είπε, θα ήταν η βασική αρχή του Ινστιτούτου κι αυτό δε θ’ άλλαζε ποτέ.

Έως το 1930 το αρχικό έργο του Ινστιτούτου ήταν μάλλον συμβατικό, ώσπου ανέλαβε ένας νέος διευθυντής ονόματι Μαρξ Χορκχάιμερ, ο οποίος είχε πολύ διαφορετικές απόψεις. Ήταν ένας αποστάτης Μαρξιστής. Οι άνθρωποι που δημιούργησαν και διαμόρφωσαν την Σχολή της Φρανκφούρτης ήταν Μαρξιστές αποστάτες. Εξακολουθούν να είναι σε μεγάλο βαθμό Μαρξιστές στον τρόπο σκέψης αλλά δεν ανήκουν στο κόμμα. Η Μόσχα τους έβλεπε κι έλεγε: «Ε, αυτοί δεν έχουν σχέση με εμάς και δεν πρόκειται να τους δώσουμε τις ευλογίες μας».

Η αρχική αίρεση του Χορκχάιμερ ήταν το μεγάλο ενδιαφέρον του για τον Φρόιντ και ότι ο τρόπος που βρήκε για να μεταφράσει το Μαρξισμό από οικονομικούς σε πολιτισμικούς όρους ήταν ουσιαστικά να τον συνδυάσει με τον Φροϊδισμό. Γι’ άλλη μια φορά, γράφει ο Μάρτιν Τζέι: «Αν μπορεί να ειπωθεί ότι στα πρώτα χρόνια της ιστορίας του, το Ινστιτούτο ασχολούνταν πρωταρχικά με την ανάλυση της κοινωνικοοικονομικής υποδομής της αστικής κοινωνίας» – εδώ να τονίσω ότι ο Τζέι ήταν θετικά κι όχι αρνητικά προσκείμενος στη Σχολή της Φρανκφούρτης – «τα χρόνια μετά το 1930 το πρωταρχικό του ενδιαφέρον μετατοπίστηκε στην πολιτιστική υπερδομή. Στην πραγματικότητα αμφισβητήθηκε από την Κριτική Θεωρία η παραδοσιακή μαρξιστική διατύπωση αναφορικά με τη σχέση που έχουν μεταξύ τους».

Αυτά για τα οποία ακούσαμε τούτο το πρωινό – ο ριζοσπαστικός φεμινισμός, τα τμήματα γυναικείων σπουδών, τα τμήματα ομοφυλοφιλικών σπουδών, τα τμήματα νέγρικων σπουδών – όλ’ αυτά είναι κλάδοι της Κριτικής Θεωρίας. Αυτό που ουσιαστικά έκανε η Σχολή της Φρανκφούρτης ήταν ότι συνδύασε τον Μαρξ και τον Φρόιντ τη δεκαετία του ’30 για να δημιουργήσει αυτή τη θεωρία που ονομάστηκε Κριτική Θεωρία. Ο όρος είναι ευφυής αφού είναι λογικό να μπεις στον πειρασμό να ρωτήσεις «τι είδους θεωρία είναι». Η θεωρία είναι να ασκείς κριτική. Η θεωρία είναι πως ο τρόπος για να καταστραφούν οι δυτικές κοινωνίες και η καπιταλιστική τάξη είναι να μην προτείνεις εναλλακτική λύση. Αρνούνται ρητά και κατηγορηματικά να πράξουν κάτι τέτοιο. Δηλώνουν ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο αφού δεν μπορούμε να φανταστούμε πως θα μοιάζει μια ελεύθερη κοινωνία («ελεύθερη κοινωνία» σύμφωνα με τον ορισμό που δίνουν). Όσο ζούμε καταπιεσμένοι – με την καταπίεση του καπιταλιστικού συστήματος που δημιουργεί (σύμφωνα με τη θεωρία τους) τη φροϋδική κατάσταση, δηλαδή τις συνθήκες που περιγράφει ο Φρόιντ για τα καταπιεσμένα άτομα – είναι αδύνατο να τη φανταστούμε. Το μόνο που κάνει η Κριτική Θεωρία είναι να κριτικάρει. Καλεί για την άσκηση της πιο καταστροφικής κριτικής, με κάθε εφικτό τρόπο, προκειμένου να επέλθει η κατάρρευση της καθεστηκυίας τάξης. Και φυσικά όταν ακούμε από τις φεμινίστριες ότι όλη η κοινωνία καταδιώκει τις γυναίκες κ.ο.κ. αυτό το είδος κριτικής προέρχεται από την Κριτική Θεωρία. Αρχίζουν όλα τη δεκαετία του ’30 κι όχι του ’60.

Άλλα σημαντικά στελέχη που εργάστηκαν στο Ινστιτούτο εκείνο τον καιρό ήταν ο Τέοντορ Αντόρνο και το σπουδαιότερο, οι Έριχ Φρομ και ο Χέρμπερτ Μαρκούζε. Οι Φρομ και Μαρκούζε εισαγάγουν ένα στοιχείο κεντρικό στην Πολιτική Ορθότητα κι αυτό είναι το σεξουαλικό στοιχείο. Ιδιαίτερα ο Μαρκούζε – ο οποίος στα γραπτά του καλεί για μια κοινωνία «πολυμορφικής διαστροφής». Αυτός είναι ο ορισμός του για το μελλοντικό κόσμο που θέλουν να δημιουργήσουν. Ο Μαρκούζε ιδιαίτερα μέχρι τη δεκαετία του ’30 γράφει μερικά πολύ ακραία πράγματα για την ανάγκη σεξουαλικής απελευθέρωσης, αυτή όμως η στάση κυριαρχεί σε ολόκληρο το Ινστιτούτο. Το ίδιο ισχύει για τα περισσότερα θέματα που συναντούμε στην Πολιτική Ορθότητα και πάλι από τις αρχές της δεκαετίας του ’30. Κατά την άποψη του Φρομ, ο ανδρισμός και η θηλυκότητα δεν αποτελούν αντανακλάσεις «ουσιωδών» γενετήσιων διαφορών όπως θεωρούσαν οι Ρομαντικοί. Αντίθετα προέρχονται από διαφορές στις λειτουργίες της ζωής, οι οποίες εν μέρει καθορίζονται κοινωνικά. Το γενετήσιο φύλο είναι κατασκεύασμα. Οι σεξουαλικές διαφορές είναι κατασκεύασμα.

Άλλο ένα παράδειγμα είναι η έμφαση που δίνουμε σήμερα στην επίδραση του περιβάλλοντος, τον λεγόμενο περιβαλλοντισμό. «Ο υλισμός από την εποχή του Χομπς έχει οδηγήσει σε μια κυριαρχική κι εκμεταλλευτική στάση απέναντι στη φύση» έγραφε ο Χορκχάιμερ το 1933 στο βιβλίο του «Υλισμός και Φύση». «Το ζήτημα της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση» σύμφωνα με τον Τζέι, «επρόκειτο να αποτελέσει την κεντρική έγνοια της Σχολής της Φρανκφούρτης τα επόμενα χρόνια». «Η αντίθεση του Χορκχάιμερ στο φετιχισμό της εργασίας (εδώ προφανώς αποστασιοποιούνται από τη μαρξιστική ορθοδοξία) εκφράζει μια άλλη υλιστική διάσταση, την ανάγκη του ανθρώπου για την αισθησιακή ευτυχία». Σ’ ένα από τα πιο πολεμικά του δοκίμια «Εγωισμός και Κίνημα Χειραφέτησης» που έγραψε το 1936, ο Χορκχάιμερ «συζήτησε την έμφυτη εχθρότητα του αστικού πολιτισμού προς την ατομική ικανοποίηση» και παραπέμπει επαινετικά στον Μαρκήσιο ντε Σαντ για τη «διαμαρτυρία του… ενάντια στον ασκητισμό στο όνομα μιας ανώτερης ηθικής».

Πως μας κατέκλυσαν όλα αυτά τα πράγματα εδώ; Πως κατέκλυσαν τα πανεπιστήμια μας και στην πραγματικότητα τις ίδιες τις ζωές μας; Τα μέλη της Σχολής της Φρανκφούρτης ήταν Μαρξιστές κι επίσης μέχρι και τον τελευταίο Εβραίοι. Το 1933 οι Ναζί καταλαμβάνουν την εξουσία και όπως ήταν αναμενόμενο κλείνουν το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών. Όλοι τράπηκαν σε φυγή. Πήγαν στη Νέα Υόρκη, όπου το Ινστιτούτο επανιδρύθηκε το 1933 με τη βοήθεια του Πανεπιστήμιου Κολούμπια και σταδιακά κατά τη δεκαετία του ’30, αν και πολλοί απ’ αυτούς εξακολουθούσαν να γράφουν στα γερμανικά, έστρεψαν την προσοχή τους από την Κριτική Θεωρία γύρω από τη γερμανική κοινωνία, ήτοι την καταστροφική κριτική ενάντια σε κάθε όψη αυτής της κοινωνίας, στην Κριτική Θεωρία με στόχο την αμερικάνικη κοινωνία. Υπάρχει ακόμη μια πολύ σημαντική μετάβαση όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Μερικοί απ’ αυτούς εργάστηκαν για την αμερικάνικη κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένου του Χέρμπερτ Μαρκούζε, ο οποίος αποτέλεσε εξέχουσα μορφή της OSS (προδρόμου της CIA) ενώ άλλοι, όπως οι Χορκχάιμερ κι ο Αντόρνο πήγαν στο Χόλυγουντ.

Αυτές οι καταβολές της Πολιτικής Ορθότητας μπορεί να μη μας έλεγαν και πολλά σήμερα αν δε συνέβαιναν δυο σημαντικά γεγονότα. Το πρώτο ήταν η φοιτητική εξέγερση στα μέσα της δεκαετίας του ’60, που προκλήθηκε από την αντίσταση κατά της επιστράτευσης και του πολέμου του Βιετνάμ. Όμως οι εξεγερμένοι φοιτητές ήθελαν μια κάποια θεωρία. Δε θα μπορούσαν να βγουν απλώς έξω και να φωνάζουν «Όχι, δεν πάμε», έπρεπε να έχουν και μια θεωρητική εξήγηση να το στηρίζουν. Λίγοι απ’ αυτούς είχαν το ενδιαφέρον να εντρυφήσουν στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ. Ο κλασικός, ο οικονομικός Μαρξισμός δεν είναι ελαφρύς και οι περισσότεροι από τους ριζοσπάστες της δεκαετίας του ’60 ήταν επιφανειακοί. Ευτυχώς γι’ αυτούς και δυστυχώς για την πατρίδα μας σήμερα, κι όχι μόνο για τα πανεπιστήμια, ο Χέρμπερτ Μαρκούζε έμεινε στην Αμερική όταν η Σχολή της Φρανκφούρτης επανεγκαταστάθηκε στη Φρανκφούρτη μετά τον πόλεμο. Κι ενώ ο κ. Αντόρνο στη Γερμανία έφριξε από τη φοιτητική εξέγερση που ξέσπασε εκεί – όταν οι εξεγερμένοι φοιτητές μπήκαν στην αίθουσα διδασκαλίας του Αντόρνο, αυτός φώναξε την αστυνομία να τους συλλάβει – ο Χέρμπερτ Μαρκούζε έμεινε εδώ και είδε τη φοιτητική εξέγερση της δεκαετίας του ’60 ως τη μεγάλη ευκαιρία. Είδε την ευκαιρία να πάρει το έργο της Σχολής της Φρανκφούρτης και να την κάνει τη θεωρία της Νέας Αριστεράς στις Η.Π.Α.

Ένα από τα βιβλία του Μαρκούζε ήταν βιβλίο-σταθμός. Έγινε η βίβλος της οργάνωσης SDS (Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία) και των εξεγερμένων φοιτητών της δεκαετίας του ’60. Το βιβλίο αυτό ήταν το «Έρως και Πολιτισμός». Ο Μαρκούζε ισχυρίζεται σε αυτό ότι κάτω από τις καπιταλιστικές συνθήκες (υποβαθμίζει πολύ έντονα σε αυτό το μαρξισμό καθώς ο υπότιτλος είναι «Μια φιλοσοφική αναζήτηση στον Φρόιντ» αλλά το πλαίσιο σκέψης παραμένει μαρξιστικό), η καταπίεση είναι η πεμπτουσία και αυτή που δημιουργεί το άτομο που περιγράφει ο Φρόιντ, δηλαδή το άτομο με όλες τις αναστολές και τις νευρώσεις αφού τα σεξουαλικά του ένστικτα καταπιέζονται. Μπορούμε να φανταστούμε ένα μέλλον μόνο εφόσον καταστρέψουμε το υπάρχον καταπιεστικό καθεστώς, όπου θα απελευθερώσουμε τον έρωτα (eros), απελευθερώσουμε την λίμπιντο και θα ‘χουμε έναν κόσμο «πολυμορφικής διαστροφής», όπου ο καθένας θα κάνει «ό,τι του γουστάρει». Και, παρεμπιπτόντως, σ’ αυτόν τον κόσμο δε θα υπάρχει πλέον εργασία, μόνο παιγνίδι. Αυτό κι αν ήταν θαυμάσιο μήνυμα για τους ριζοσπάστες στα μέσα της δεκαετίας του ’60! Ήταν φοιτητές, ανήκαν στη γενιά των baby-boomers, είχαν μεγαλώσει χωρίς έγνοιες εκτός του ότι κάποια στιγμή έπρεπε να βρουν δουλειά. Και να που βρήκαν έναν τύπο που γράφει μ’ έναν τρόπο που εύκολα μπορούν να παρακολουθήσουν. Δεν τους ζητά να διαβάσουν αρκετά δύσκολο Μαρξισμό και τους λέει ακριβώς αυτό που θέλουν ν’ ακούσουν και συνοψίζεται στις εκφράσεις «κάνε ό,τι γουστάρεις», «αν σ’ ευχαριστεί κάντο» και «δε θα χρειαστεί να δουλέψεις ποτέ». Παρεμπιπτόντως, ο Μαρκούζε ήταν δημιουργός της πρότασης «Κάντε έρωτα, όχι πόλεμο». Για να επανέλθουμε στην κατάσταση  που αντιμετωπίζει ο κόσμος στα πανεπιστήμια, ο Μαρκούζε προσδιόρισε την «απελευθερωτική ανεκτικότητα» ως μη-ανεκτικότητα σε οτιδήποτε προέρχεται από τη Δεξιά και ανεκτικότητα σε ο,τιδήποτε προέρχεται από την Αριστερά. Ο Μαρκούζε πήγε στην Σχολή της Φρανκφούρτης το 1932 (αν θυμάμαι καλά). Άρα, όλα άρχισαν την δεκαετία του 1930.

Εν κατακλείδι, η Αμερική βρίσκεται σήμερα στο κατώφλι της μεγαλύτερης και πιο επώδυνης μεταμόρφωσης στην ιστορία της. Γινόμαστε ένα ιδεολογικό κράτος, μια χώρα με επίσημη κρατική ιδεολογία που επιβάλλεται δια της κρατικής ισχύος. Με αδικήματα που ονομάζονται ως «εγκλήματα μίσους» έχουμε πλέον ανθρώπους να εκτίουν ποινές φυλάκισης για πολιτικές ιδέες ενώ το Κονγκρέσο προσανατολίζεται στο να διευρύνει επιπλέον αυτήν την κατηγορία αδικημάτων. Η λεγόμενη θετική δράση είναι ένα μέρος όλων αυτών. Η τρομοκρατία που ασκείται σε όποιον διαφωνήσει με την Πολιτική Ορθότητα στα πανεπιστήμια είναι ένα μέρος όλων αυτών. Είναι ακριβώς ό,τι είδαμε να συμβαίνει στην Ρωσία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Κίνα και τώρα έρχεται κι εδώ. Και δεν το αναγνωρίζουμε επειδή το αποκαλούμε Πολιτική Ορθότητα και την περιγελούμε. Το μήνυμά μου λοιπόν σήμερα είναι ότι δεν είναι αστεία, είναι εδώ, αναπτύσσεται και εντέλει θα καταστρέψει, όπως επιζητεί, καθετί που έχουμε ορίσει ως ελευθερία μας και πολιτισμό μας.


[1] Παραλλαγές αυτής της ομιλίας έχουν δοθεί σε πολλά συνέδρια. Έχει δημοσιευτεί πρόσφατα στο Αμερικάνικο Περιοδικό της Οργονομίας (τεύχος Φθινοπώρου 2009/Χειμώνα 2010)
[2] Ξεκίνησε η χρήση της από το αντεργκράουντ βιβλίο κόμικ «Merton of the Movement», του Μπόμπι Λόντον στα τέλη της δεκαετίας του ’60.
[3] Αγγλικό δικαστήριο που ιδρύθηκε το 14ο αιώνα από το Βασιλιά Εδουάρδο Β’ και συνερχόταν μυστικά, χωρίς απαγγελίες κατηγοριών, χωρίς το δικαίωμα υπεράσπισης, χωρίς μάρτυρες και χωρίς το δικαίωμα άσκησης προσφυγής ή έφεσης. Η λειτουργία του έπαψε επίσημα το 1641. Το όνομά του πιθανολογείται ότι το πήρε λόγω της αρχικής διακόσμησης της οροφής στο κτίριο όπου συνεδρίαζε. Μνημείο καταπάτησης στοιχειωδών ατομικών ελευθεριών και ολοκληρωτισμού έχει πολλές ομοιότητες με το Ισλαμικό Επαναστατικό Δικαστήριο του Ιράν που συστάθηκε το 1979 από το Χομεϊνί και λειτουργεί έως σήμερα με τις γνωστές σε όλους συνέπειες.
[4] Στην Ευρώπη μετά τον 2ο Π.Π. μια παρόμοια κίνηση που ξεκίνησε αρχικά ως καλλιτεχνική κίνηση (Λεττριστική Διεθνής) και είχε εναγκαλιστεί τη βία και το σκανδαλώδη τρόπο ζωής θεωρώντας χαρακτηριστικά «την ανενδοίαστη άσκηση της ελευθερίας» ως «υπέρτατο επιτήδευμα», μετασχηματίστηκε μέσω του κύριου θεωρητικού της Γκυ Ντεμπόρ τη δεκαετία του ‘60 σε πολιτική (Καταστασιακή Διεθνής) με κύριο σύνθημά της, μεταξύ άλλων, τη «μεταστροφή» (detournemaint).

 

 

 

 

 

This entry was posted in Γενικά, Επικαιρότητα, Κοινωνία, Πολιτική, Συγκινησιακή Πανούκλα. Bookmark the permalink.

Σχολιάστε